ἀνύδρου

ἀνύδρου
ἄνυδρος
waterless
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • безводьныи — (18) пр. Безводный, сухой: в поуста˫а мѣста и безводна. (ἀνύδρους) ПНЧ XIV, 20в; идосте в мѣсто безводно. (ἀνύδρῳ) ФСт XIV, 122г; мѣсто... безводно ||=и лѣсно. преводнѣ же еу(г)альское оученье. предѣла же пото(к) вѣрны(х) цр҃кы. преже безводна… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… …   Dictionary of Greek

  • δυσπρόσιο — Τρισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Dy· ανήκει στην ομάδα των σπάνιων γαιών (λανθανίδες) και έχει ατομικό αριθμό 66. Είναι γνωστά έξι ισότοπά του. Το δ. ανακαλύφθηκε το 1886 από τον Γάλλο χημικό Πολ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμποντράν (1838 1912),… …   Dictionary of Greek

  • ουλτραμαρίνα — η, και ουλτραμαρίνο, το χημ. ονομασία ωραίου κυανού χρώματος το οποίο παλαιότερα λαμβανόταν με κονιοποίηση τού ορυκτού λαζουρίτη, ενώ σήμερα η τεχνητή ουλτραμαρίνα παρασκευάζεται με σύντηξη καολίνη, άνυδρου ανθρακικού νατρίου και θείου και… …   Dictionary of Greek

  • σαμάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sm· ανήκει στην οικογένεια των σπάνιων γαιών, έχει ατομικό αριθμό 62, ατομικό βάρος 150,43 και επτά σταθερά ισότοπα. Το ανακάλυψε, το 1879, ο Πωλ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμπωντράν (1838 1912) στο ορυκτό σαμαρσκίτη και το… …   Dictionary of Greek

  • φθοριοσουλφονικός — ή, ό, Ν φρ. «φθοριοσουλφονικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού θείου, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση άνυδρου υδροφθορίου στο θειικό οξύ ή στο τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. (acid)… …   Dictionary of Greek

  • όλμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ho ανήκει στην οικογένεια των Λανθανιδών· έχει ατομικό αριθμό 67, ατομικό βάρος 164,94 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι από τα πιο σπάνια λανθανίδια· βρίσκεται σε μικρές ποσότητες στο ορυκτό μοναζίτη, τα σημαντικότερα… …   Dictionary of Greek

  • ακυλοξυκροτωνικοί εστέρες — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CH3C(Ο COR)=CH CO2C2H5. Παρασκευάζονται με επίδραση ακυλοχλωριδίων σε ακετοξικό εστέρα παρουσία άνυδρου πυριδίτη. Είναι υγρά άχρωμα, με ασθενή οσμή. Με επίδραση αλκαλίων σχηματίζουν ακετοξικό εστέρα με… …   Dictionary of Greek

  • Γουμένισσας, Αξιούπολης και Πολυκάστρου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Γουμένισσα (Κιλκίς). Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 48 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 51 κληρικοί. Στην περιφέρειά της λειτουργεί το γυναικείο ησυχαστήριο Αγίου Γεωργίου Ανύδρου Παιονίας και τα ανδρικά μοναστήρια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”